μύστις,-ιδος

μύστις,-ιδος
N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 8,4
fem. of μύστης; one who is initiated, one who is privy to; neol.

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μύστις — μύστις, ιδος, ἡ (ΑΜ) βλ. μύστης …   Dictionary of Greek

  • μύστης — ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, ιδος) αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης νεοελλ. άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη μσν. 1. έμπιστο πρόσωπο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”